- βοτανική
- Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β.
Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και τη φυσιολογία των φυτών. Περιλαμβάνει πολλούς κλάδους και ειδικότητες, όπως την κυτταρολογία, που ασχολείται με τις έρευνες των κυττάρων· την ιστολογία, που μελετά τους ιστούς· τη φυσιολογία, που εξετάζει τα διάφορα φαινόμενα της φυτικής ζωής και τις λειτουργίες των οργάνων και των μηχανισμών που τις εκτελούν· την ανατομία και τη μορφολογία, που ασχολούνται με την εσωτερική συγκρότηση και την εξωτερική μορφή των φυτικών οργάνων. Η ειδική β. περιλαμβάνει τη συστηματική που ασχολείται με την κατάταξη των φυτών σε ομάδες, ανταποκρινόμενες κατά το δυνατόν στα φυσικά τους χαρακτηριστικά, τη φυτογεωγραφία, τη γεωβοτανική και τη φυτοκοινωνιολογία που μελετούν τα προβλήματα της κατανομής των φυτών πάνω στη Γη, τις συνθήκες της συμβίωσής τους κατά φυτικές ενώσεις και τον δυναμισμό της βλάστησης. Τέλος, η παλαιοντολογία, αν και είναι αυτάρκης επιστήμη, έχει αναμφισβήτητους δεσμούς με τους κλάδους της β., αφού μελετά τη χλωρίδα του παρελθόντος και τα φυτικά απολιθώματα. Πιο σύγχρονη από όλους τους κλάδους είναι η γενετική, η οποία ερευνά την καταγωγή των φυτών, την εξέλιξή τους στον χρόνο και τις δυνατές φυσικές και τεχνητές μεταλλαγές. Όλοι οι κλάδοι της γενικής και ειδικής β. που προαναφέρθηκαν αποτελούν τη θεωρητική β., σε αντίθεση με την εφαρμοσμένη, που ασχολείται με την αξιοποίηση όλων των στοιχείων της θεωρητικής.
Ιστορία. Η γένεση της β. χάνεται στο μακρινό παρελθόν. Οι παλαιότεροι πολιτισμοί είχαν ήδη σταθεροποιήσει μια δραστηριότητα μελέτης και αναζητήσεων για την επεξεργασία και τη χρησιμοποίηση των φυτών. Η β. υπήρξε στο παρελθόν ουσιαστικά αδελφή της ιατρικής, επειδή σύντομα έγινε αντιληπτή η σπουδαιότητα των φυτών. Χωρίς αμφιβολία, η β. προόδευσε ιδιαίτερα χάρη στους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Τα ονόματα του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου, του Διοσκουρίδη και του Πλίνιου είναι αρκετά για να δείξουν πως ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για τη μελέτη των φυτών. Ο Θεόφραστος μάλιστα, με τα έργα του Περί φυτών ιστορίαι και Περί φυτών αιτίαι, θεωρείται πατέρας της β. Στον Μεσαίωνα δεν πραγματοποιήθηκε αξιοσημείωτη πρόοδος και θα πρέπει να φτάσουμε στον 16o αι. για να επισημάνουμε μια νέα ώθηση, χάρη στις έρευνες των Ότο Μπρούνφελς (1530), Λεονάρντ Φουξ (1542), Ιερώνυμου Μποκ (1552) και Κόνραντ φον Γκέσνερ (1516-1565). Στον τελευταίο οφείλεται η τιμή ότι ανακάλυψε πως τα χαρακτηριστικά τα οποία έχουν μεγάλη αξία για τη μελέτη και την κατάταξη των φυτών πρέπει να αναζητηθούν στα άνθη και στους καρπούς. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γάλλος Σαρλ ντε λ’ Εκλίζ (1526-1609) αποσαφήνισε τις βάσεις για τον ορισμό της έννοιας των ειδών. Ο Σεζαλπίνο (1519-1603), με το έργο του Περί φυτών (1583), έθεσε τις βάσεις της συστηματικής. Ακολουθούν οι έρευνες του Γκασπάρ Μποΐν (1560-1624) και του Τζον Ρέι (1628-1705) που διαχωρίζουν οριστικά τα μονοκοτυλήδονα από τα δικοτυλήδονα με βάση τους χαρακτήρες των σπερμάτων. Την ίδια περίοδο, ο Γάλλος Πιτό ντε Τουρνεφόρ (1656-1708) καθορίζει μια μέθοδο μελέτης και ταξινόμησης των φυτών, βασισμένη στην κατασκευή του άνθους. Σταθμό στην ιστορία της β. αποτελεί το έργο του μεγάλου Σουηδού φυσιοδίφη Κάρολου Λιναίου (1707-1778), οι εργασίες του οποίου ισχύουν μέχρι σήμερα, τουλάχιστον στον χώρο της συστηματικής. Επανεξέτασε όλα τα μέχρι τότε γνωστά φυτά, τα ταξινόμησε με βάση τους γενετικούς χαρακτήρες του άνθους σε 24 κλάσεις και καθιέρωσε τη διπλή ονοματολογία των φυτών (γένος-είδος). Βελτιώσεις στο σύστημα του Λιναίου (System Naturae, 1735) πραγματοποίησε ο Γάλλος Αλ. Ζορντάν (1814-1897) και από τότε τα είδη διακρίνονται σε μεγάλα (linneoni) και μικρά (jordanioni). Ο Μπερνάρ Ζισιέ (1699-1777), ο ανιψιός του Αντουάν Ζισιέ (1748-1836) και ο Ογκιστέν-Πιράμ ντε Καντόλ (1778-1841) προχώρησαν σε διάφορους τομείς της μελέτης των φυτών δημιουργώντας νέες μεθόδους κατάταξης όλων των μέχρι τότε γνωστών φυτών.
Από τους νεότερους αναφέρονται ο Ρόμπερτ Μπράουν, που το 1827 ξεχώρισε τα γυμνόσπερμα από τα αγγειόσπερμα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ωοκυττάρου και της σπερμοβλαστής, ο Στέφαν Λαντίσλαους Έντλιχερ, που διαχώρισε τα θαλλόφυτα από τα κορμόφυτα (1836-40), και ο Άντολφ Έργκλερ που πρότεινε το σύγχρονο σύστημα κατάταξης. Η πρόοδος της β. δεν πρέπει να ταυτιστεί μόνο με τις έρευνες. Όλοι οι τομείς της επιστήμης των φυτών είχαν τα μεγάλα ονόματά τους. Στην έρευνα για τη γενετική, εκτός από τους σύγχρονους επιστήμονες, πρέπει να υπογραμμιστεί η συμβολή του Βίλχελμ Λούντβιχ Γιόχανσεν, του μελετητή της κρυπτογαμίας Πιερ Αντόνιο Μισέλι του Σμίντελ, ο οποίος ανακάλυψε τα ανθηρίδια και τα αρχεγόνια στα βρυόφυτα (1750), καθώς και του Γιόχαν Χέντβιχ που ασχολήθηκε με τα βρύα (1772).
βοτανικός κήπος. Χώρος όπου καλλιεργούνται, κατά φυλογενετικές ομάδες, φυτά γνωστά ή άγνωστα, ντόπια ή ξενικά, ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη, αντιπροσωπευτικά του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ειδών της χλωρίδας, με βασικό σκοπό τη μελέτη της ζωής τους και την πρόοδο της β. Συχνά οι βοτανικοί κήποι περιλαμβάνουν θερμοκήπια, μικρές λίμνες και πετρόκηπους. Οι ειδικοί αυτοί κήποι αποτελούν συνήθως τμήματα μεγάλων δημόσιων πάρκων ή εξαρτώνται από ινστιτούτα και πανεπιστημιακές σχολές, οπότε διαθέτουν εργαστήρια ερευνών, βιβλιοθήκες και βοτανικές συλλογές. Αρχικά είχαν μορφή διακοσμητική και ταυτόχρονα κηπουρική για να παρέχουν κυρίως πρακτική εκπαίδευση. Σύντομα, όμως, άρχισαν να καλλιεργούνται σε αυτούς εξωτικά είδη και, μαζί με τις συλλογές ζωντανών φυτών, στην ύπαιθρο ή στο θερμοκήπιο, εμφανίστηκαν οι πρώτες ατελείς βοτανικές συλλογές αποξηραμένων φυτών.
Ο πρώτος βοτανικός κήπος με επιστημονική και ερευνητική αποστολή ήταν αυτός που ίδρυσε ο Αριστοτέλης το 350 π.Χ. στην Αθήνα, με επιμελητή τον Θεόφραστο. Στους νεότερους χρόνους ιδρύθηκαν βοτανικοί κήποι και σχολές στην Πάντοβα (1545), στο Μπρέσλαου (1546), στο Παρίσι (1626) και, σχεδόν ταυτόχρονα, στο Λέιντεν της Ολλανδίας. Το 1760 δημιουργήθηκε ο βοτανικός κήπος του Κιου (Kew Gardens), κοντά στο Λονδίνο, που είναι ο μεγαλύτερος του κόσμου. Στην εποχή μας, οι βοτανικοί κήποι όλου του κόσμου ξεπερνούν τους 700 και συνεργάζονται για την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας.
Ανεμώνες στον Βοτανικό Κήπο της Ζυρίχης. Τα κυριότερα πανεπιστημιακά ινστιτούτα χρησιμοποιούν τους βοτανικούς κήπους για την επιστημονική μελέτη των φυτών (φωτ. Tomsich).
Ο Διοσκουρίδης, ένας από τους πατέρες της βοτανικής, σε μικρογραφία του 15ου αι. από το έργο του «Περί ύλης ιατρικής», που παριστάνει τη Σοφία να επιδεικνύει ένα φυτό, έναν ζωγράφο να το απεικονίζει και τον Διοσκουρίδη να γράφει (Βιβλιοθήκη Βατικανού· φωτ. Igda).
Η παλαιοντολογία μπορεί να θεωρηθεί κλάδος της βοτανικής, καθώς μελετά τις συνθήκες και την εξέλιξη των φυτικών ειδών από τα απολιθώματά τους· στη φωτογραφία, απολίθωμα φύλλων φοίνικα.
Τμήμα του αλπικού κήπου, που βρίσκεται στον ονομαστό Βοτανικό Κήπο («Jardin des Plantes») του Παρισιού (φωτ. Tomsich).
Dictionary of Greek. 2013.